Έξοδος

1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 18 19 20 21 22 23 24 25 26 27 28 29 30 31 32 33 34 35 36 37 38 39 40


Κεφάλαιο 5

ΚΑΙ ύστερα απ' αυτά, μπαίνοντας ο Μωυσής και ο Ααρών, είπαν στον Φαραώ: Έτσι λέει ο Κύριος ο Θεός του Ισραήλ· εξαπόστειλε τον λαό μου, για να γιορτάσουν σε μένα στην έρημο.
2 Και ο Φαραώ είπε: Ποιος είναι ο Κύριος, στου οποίου τη φωνή να υπακούσω, ώστε να εξαποστείλω τον Ισραήλ; Δεν γνωρίζω τον Κύριο, και ούτε θα εξαποστείλω τον Ισραήλ.
3 Κι εκείνοι είπαν: Ο Θεός των Εβραίων μάς συνάντησε· άφησε, λοιπόν, να πάμε δρόμο τριών ημερών στην έρημο, για να προσφέρουμε θυσία στον Κύριο τον Θεό μας, μήπως και έρθει εναντίον μας με θανατικό ή με μάχαιρα.
4 Και ο βασιλιάς της Αιγύπτου τούς είπε: Γιατί, Μωυσή και Ααρών, αποκόβετε τον λαό από τις εργασίες του; Πηγαίνετε στα έργα σας.
5 Και ο Φαραώ είπε: Δέστε, ο λαός τού τόπου είναι τώρα πολυπληθής, κι εσείς τους κάνετε να σταματούν από τα έργα τους.
6 Και την ίδια ημέρα ο Φαραώ πρόσταξε τους εργοδιώκτες του λαού, και τους επιτρόπους τους, λέγοντας:
7 Δεν θα δώσετε στο εξής σ' αυτόν τον λαό άχυρο, όπως χθες και προχθές, για να κάνουν τις πλίθες· ας πάνε αυτοί, κι ας μαζεύουν άχυρο για τον εαυτό τους·
8 όμως, θα τους επιβάλετε την ποσότητα των πλίθων, που έκαναν και πρώτα· και δεν θα την ελαττώσετε, καθόλου· επειδή, μένουν αργοί, και γι' αυτό φωνάζουν, λέγοντας: Άφησε να πάμε, για να προσφέρουμε θυσία στον Θεό μας·
9 ας επιβαρυνθούν οι εργασίες αυτών των ανθρώπων, για να είναι απασχολημένοι σ' αυτές και να μη προσέχουν σε μάταια λόγια.
10 Βγήκαν, λοιπόν, οι εργοδιώκτες του λαού και οι επίτροποί του, και μίλησαν στον λαό, λέγοντας: Έτσι είπε ο Φαραώ: Δεν σας δίνω άχυρο·
11 πηγαίνετε εσείς οι ίδιοι, μαζέψτε άχυρο, όπου μπορείτε να βρείτε· αλλά, τίποτε δεν θα ελαττωθεί από τις εργασίες σας.
12 Και διασπάρθηκε ο λαός σε ολόκληρη τη γη της Αιγύπτου, για να μαζεύει καλάμη αντί για άχυρο.
13 Και οι εργοδιώκτες τούς βίαζαν, λέγοντας: Τελειώνετε τις εργασίες σας, το καθορισμένο για κάθε ημέρα, όπως όταν σας δινόταν άχυρο.
14 Και μαστιγώθηκαν οι επίτροποι των γιων Ισραήλ, που ήσαν διορισμένοι επάνω τους από τους εργοδιώκτες τού Φαραώ, λέγοντας: Γιατί δεν τελειώσατε χθες και σήμερα την καθορισμένη για σας ποσότητα των πλίθων, καθώς και πρώτα;
15 Και μπαίνοντας οι επίτροποι των γιων Ισραήλ, καταβόησαν στον Φαραώ, λέγοντας: Γιατί κάνεις έτσι στους δούλους σου;
16 Άχυρο δεν δίνεται στους δούλους σου, και μας λένε: Κάντε πλίθες· και δες, μαστιγώθηκαν οι δούλοι σου· και το σφάλμα είναι του λαού σου.
17 Κι εκείνος αποκρίθηκε: Είστε οκνηροί, οκνηροί· γι' αυτό λέτε: Άφησε να πάμε να προσφέρουμε θυσία στον Κύριο·
18 πηγαίνετε, λοιπόν, τώρα, δουλεύετε· επειδή, άχυρο δεν θα σας δοθεί· θα αποδίδετε, όμως, την ίδια ποσότητα των πλίθων.
19 Και οι επίτροποι των γιων Ισραήλ έβλεπαν τον εαυτό τους σε κακή θέση, αφού τους ειπώθηκε: Δεν θα ελαττωθεί τίποτε από την καθημερινή ποσότητα των πλίθων.
20 Και βγαίνοντας από τον Φαραώ, συνάντησαν τον Μωυσή και τον Ααρών, που έρχονταν σε συνάντησή τους·
21 και τους είπαν: Ο Κύριος να σας δει, και να κρίνει· επειδή, εσείς κάνατε βδελυκτή την οσμή μας μπροστά στον Φαραώ, και μπροστά στους δούλους του, ώστε να δώσετε στα χέρια τους μάχαιρα για να μας θανατώσουν.
22 Και ο Μωυσής επέστρεψε στον Κύριο, και είπε: Κύριε, γιατί κατέθλιψες αυτόν τον λαό; Και γιατί με απέστειλες;
23 Επειδή, αφότου ήρθα στον Φαραώ να μιλήσω στο όνομά σου, κατέθλιψε αυτόν τον λαό· κι εσύ καθόλου δεν ελευθέρωσες τον λαό σου.