Αριθμοί

1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 18 19 20 21 22 23 24 25 26 27 28 29 30 31 32 33 34 35 36


Κεφάλαιο 21

ΚΑΙ ο Χαναναίος, ο βασιλιάς τής Αράδ, που κατοικούσε μεσημβρινά, άκουσε, ότι ο Ισραήλ ήρθε διαμέσου του δρόμου Αθαρείμ, και πολέμησε ενάντια στον Ισραήλ, και συνέλαβε απ' αυτούς αιχμαλώτους.
2 Και ο Ισραήλ ευχήθηκε ευχή στον Κύριο, και είπε: Αν πραγματικά παραδώσεις αυτόν τον λαό στο χέρι μου, θα καταστρέψω τις πόλεις τους.
3 Και ο Κύριος εισάκουσε τη φωνή τού Ισραήλ, και παρέδωσε τους Χαναναίους· και κατέστρεψαν αυτούς και τις πόλεις τους· και αποκάλεσαν το όνομα του τόπου Ορμά.
4 ΚΑΙ σηκώθηκαν από το βουνό Ωρ, διαμέσου του δρόμου τής Ερυθράς Θάλασσας, για να περιέλθουν τη γη τού Εδώμ· και ο λαός λιγοψύχησε στον δρόμο.
5 Και ο λαός μίλησε ενάντια στον Θεό, και ενάντια στον Μωυσή, λέγοντας: Γιατί μας ανέβασες από την Αίγυπτο για να πεθάνουμε στην έρημο; Επειδή, ψωμί δεν υπάρχει, και νερό δεν υπάρχει· και η ψυχή μας αηδίασε τούτο το ελαφρύ ψωμί.
6 Και ο Κύριος έστειλε προς τον λαό τα φίδια, τα φλογερά φίδια, και δάγκωναν τον λαό, και πολύς λαός από τον Ισραήλ πέθανε.
7 Και αφού ο λαός ήρθε στον Μωυσή, είπαν: Αμαρτήσαμε, επειδή μιλήσαμε ενάντια στον Κύριο και ενάντια σε σένα· παρακάλεσε τον Κύριο να σηκώσει τα φίδια από μας. Και ο Μωυσής δεήθηκε για τον λαό.
8 Και ο Κύριος είπε στον Μωυσή: Φτιάξε για τον εαυτό σου ένα φλογερό φίδι, και βάλ' το επάνω σε ένα ξύλο· και καθένας που θα δαγκωθεί, και κοιτάξει σ' αυτό, θα ζήσει.
9 Και ο Μωυσής έκανε ένα φίδι χάλκινο, και το έβαλε επάνω σε ένα ξύλο· και αν ένα φίδι δάγκωνε κάποιον, αυτός, κοιτάζοντας το χάλκινο φίδι, ζούσε.
10 ΚΑΙ οι γιοι Ισραήλ σηκώθηκαν και στρατοπέδευσαν στην Ωβώθ.
11 Και αφού σηκώθηκαν από την Ωβώθ, στρατοπέδευσαν στην Ιιέ-αβαρίμ, στην έρημο, που είναι κατάντικρυ του Μωάβ, προς την ανατολή τού ήλιου.
12 Από εκεί, αφού σηκώθηκαν, στρατοπέδευσαν στην κοιλάδα Ζαρέδ.
13 Από εκεί, αφού σηκώθηκαν, στρατοπέδευσαν στην αντίπερα πλευρά του Αρνών, που είναι στην έρημο, και βγαίνει από τα όρια των Αμορραίων· επειδή, ο Αρνών είναι το όριο του Μωάβ, ανάμεσα στον Μωάβ και τους Αμορραίους.
14 Γι' αυτό λέγεται στο βιβλίο των πολέμων τού Κυρίου: Προς τον Βαέβ στη Σουφά, και προς τα ρυάκια τού Αρνών,
15 και το ρεύμα των ρυακιών, που κατεβαίνει στην πόλη Αρ, και βρίσκεται στα όρια του Μωάβ.
16 Και από εκεί ήρθαν στη Βηρ· αυτό είναι το πηγάδι, για το οποίο ο Κύριος είχε πει στον Μωυσή: Συγκέντρωσε τον λαό, και θα τους δώσω νερό.
17 Τότε, ο Ισραήλ έψαλε αυτή την ωδή: Ανέβα, ω πηγάδι· να ψάλλετε σ' αυτό·
18 οι άρχοντες έσκαψαν το πηγάδι, οι ευγενείς του λαού έσκαψαν, με προσταγή τού νομοθέτη, με τις ράβδους τους. Και από την έρημο ήρθαν στη Ματτανά,
19 και από τη Ματτανά στη Νααλιήλ, και από τη Νααλιήλ στη Βαμώθ,
20 και από την κοιλάδα Βαμώθ, που είναι στη γη τού Μωάβ, επάνω στην κορυφή τού Φασγά, που βλέπει προς τη Γεσιμών.
21 ΚΑΙ ο Ισραήλ έστειλε πρέσβεις στον Σηών, τον βασιλιά των Αμορραίων, λέγοντας:
22 Ας περάσουμε διαμέσου της γης σου· δεν θα παρεκκλίνουμε στα χωράφια ούτε στους αμπελώνες· δεν θα πιούμε νερό από τα πηγάδια· αλλά διαμέσου του βασιλικού δρόμου θα πορευτούμε, μέχρις ότου περάσουμε τα όριά σου.
23 Και ο Σηών δεν άφησε τον Ισραήλ να περάσει διαμέσου των ορίων του· αλλ' ο Σηών συγκέντρωσε ολόκληρο τον λαό του, και βγήκε να παραταχθεί ενάντια στον Ισραήλ στην έρημο· και ήρθε στην Ιασσά, και πολέμησε ενάντια στον Ισραήλ.
24 Και ο Ισραήλ τον πάταξε με μάχαιρα, και κατακυρίευσε τη γη του, από τον Αρνών μέχρι τον Ιαβόκ, μέχρι τους γιους Αμμών· επειδή, τα όρια των γιων Αμμών ήσαν οχυρωμένα.
25 Και ο Ισραήλ κυρίευσε όλες αυτές τις πόλεις· και ο Ισραήλ κατοίκησε σε όλες τις πόλεις των Αμορραίων, στην Εσεβών, και σε όλες τις κωμοπόλεις της·
26 επειδή, η Εσεβών ήταν η πόλη τού Σηών, του βασιλιά των Αμορραίων, που είχε πολεμήσει προηγουμένως τον βασιλιά τού Μωάβ, και πήρε ολόκληρη τη γη του από το χέρι του, μέχρι τον Αρνών.
27 Γι' αυτό, οι παροιμιαστές λένε: Ελάτε στην Εσεβών· ας κτιστεί και ας κατασκευαστεί η πόλη τού Σηών·
28 επειδή, φωτιά βγήκε από την Εσεβών, φλόγα από την πόλη τού Σηών· κατέφαγε την Αρ τού Μωάβ, και τους άρχοντες των ψηλών τόπων τού Αρνών·
29 ουαί σε σένα, Μωάβ! Απολέστηκες, λαέ τού Χεμώς· τους γιους του, που είχαν διασωθεί, και τις θυγατέρες του, έδωσε αιχμαλώτους στον Σηών, τον βασιλιά των Αμορραίων·
30 εμείς τους τοξεύσαμε· η Εσεβών αφανίστηκε μέχρι τη Δαιβών, και τους ερημώσαμε ολοκληρωτικά μέχρι τη Νοφά, που εκτείνεται μέχρι τη Μεδεβά.
31 ΚΑΙ ο Ισραήλ κατοίκησε στη γη των Αμορραίων.
32 Και ο Μωυσής έστειλε να κατασκοπεύσουν την Ιαζήρ· και κυρίευσαν τις κωμοπόλεις τους, και εκδίωξαν τους Αμορραίους, που κατοικούσαν εκεί.
33 Και αφού έστρεψαν, ανέβηκαν τον δρόμο που είναι στη Βασάν· και ο Ωγ, ο βασιλιάς τής Βασάν, βγήκε σε συνάντησή τους, αυτός και ολόκληρος ο λαός του, για μάχη στην Εδρεϊ.
34 Και ο Κύριος είπε στον Μωυσή: Μη τον φοβηθείς· επειδή, τον παρέδωσα στα χέρια σου, και ολόκληρο τον λαό του, και τη γη του· και θα κάνεις σ' αυτόν, όπως έκανες στον Σηών, τον βασιλιά των Αμορραίων, που κατοικούσε στην Εσεβών.
35 Και πάταξαν αυτόν, και τους γιους του, και ολόκληρο τον λαό του, μέχρις ότου δεν εναπολείφθηκε σ' αυτόν τίποτε· και κατακυρίευσαν τη γη του.