Ησαΐας

1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 18 19 20 21 22 23 24 25 26 27 28 29 30 31 32 33 34 35 36 37 38 39 40 41 42 43 44 45 46 47 48 49 50 51 52 53 54 55 56 57 58 59 60 61 62 63 64 65 66


Κεφάλαιο 57

Ο ΔΙΚΑΙΟΣ πεθαίνει, και κανένας δεν το βάζει αυτό στην καρδιά του· και οι άνδρες τού ελέους συλλέγονται, χωρίς κανένας να το καταλαβαίνει, ότι ο δίκαιος συλλέγεται μπροστά από την κακία.
2 Θα μπει μέσα σε ειρήνη· αυτοί που περπατούνστην ευθύτητά τους, θα αναπαυθούν στα κρεβάτια τους.
3 Κι εσείς,οι γιοι τής μάγισσας, σπέρμα μοιχού και πόρνης, πλησιάστε εδώ.
4 Ενάντια σε ποιον ζείτε μέσα σε απολαύσεις; Ενάντια σε ποιον πλατύνατε τοστόμα, ανοίξατε τη γλώσσα; Δεν είστε παιδιά ανομίας, σπέρμαψευτιάς,
5 που με τα είδωλα φλογίζεστε κάτω από κάθε πράσινοδέντρο, σφάζοντας τα παιδιά μέσα στις φάραγγες, κάτω από τους γκρεμούς των βράχων;
6 Η μερίδα σου είναι ανάμεσα στα χαλίκια των χειμάρρων· αυτά, αυτά είναι η κληρονομιά σου· και σ' αυτά ξέχυσες σπονδές, πρόσφερες προσφορά από άλφιτα· θα ευαρεστηθώ σ'αυτά;
7 Επάνω σ' ένα ψηλό και μετέωρο βουνό έβαλες το κρεβάτι σου· και ανέβηκες εκεί για να προσφέρεις θυσία.
8 Και πίσω από τις θύρες και τους παραστάτες έστησες την υπόμνησή σου για προσφορά· επειδή, ξεσκέπασες τον εαυτό σου, αποστατώντας από μένα, και ανέβηκες· πλάτυνες το κρεβάτι σου, και συμφώνησες μαζί μ' εκείνους· αγάπησες το κρεβάτι τους, διάλεξες τους τόπους·
9 πήγες μάλιστα στον βασιλιά με χρίσματα, και αύξησες τα αρώματά σου, και έστειλες τους πρεσβευτές σου μακριά, και ταπείνωσες τον εαυτό σου μέχρι τον άδη.
10 Κοπίασες στο μάκρος τού δρόμου σου· και δεν είπες: Μάταια κοπιάζω· βρήκες τρόπο ζωής με το δικό σου χέρι· γι' αυτό δεν απέκαμες.
11 Και ποιον πτοήθηκες ή φοβήθηκες, ώστε να πεις ψέματα, και να μη με θυμηθείς, ούτε να το βάλεις αυτό στην καρδιά σου; Δεν είναι, επειδή εγώ σιώπησα, και μάλιστα προ πολλού, γι'αυτό εσύ δεν με φοβήθηκες;
12 Εγώ θα αναγγείλω τη δικαιοσύνη σου, και τα έργα σου· όμως, δεν θα σε ωφελήσουν.
13 Όταν αναβοήσεις, ας σε ελευθερώσουν οι συγκεντρωμένοι σου· αλλά, ο άνεμος θα αρπάξει όλους αυτούς· η ματαιότητα θα τους πάρει· αυτός, όμως, που ελπίζει σε μένα, θα κληρονομήσει τη γη, και θα αποκτήσει το άγιο βουνό μου.
14 Και θα πω: Υψώστε, υψώστε, ετοιμάστε τον δρόμο, βγάλτε το πρόσκομμα από τον δρόμο τού λαού μου.
15 Επειδή, έτσι λέει ο Ύψιστος και ο Υπέρτατος, αυτός που κατοικεί την αιωνιότητα, του οποίου το όνομα είναι: Ο Άγιος: Εγώ κατοικώ στα υψηλά, και σε άγιο τόπο· και μαζί με του συντριμμένου την καρδιά, και του ταπεινού το πνεύμα, για να ζωοποιώ το πνεύμα των ταπεινών, και να ζωοποιώ την καρδιά των συντριμμένων.
16 Επειδή, δεν θα αντιμάχομαι αιώνια ούτε θα είμαι πάντοτε οργισμένος· δεδομένου ότι, τότε, θα εξέλειπαν από μπροστά μου το πνεύμα και οι ψυχές που έκανα.
17 Είχα οργιστεί εξαιτίας τής ανομίας τής αισχροκέρδειάς του, και τον πάταξα· έκρυψα το πρόσωπό μου, και οργίστηκα· αυτός, όμως, ακολούθησε με πείσμα τον δρόμο τής καρδιάς του.
18 Είδα τούς δρόμους του, και θα τον γιατρέψω· και θα τον οδηγήσω, και θα δώσω σ' αυτόν ξανά παρηγορίες, και στους θλιμμένους του.
19 Εγώ δημιουργώ τον καρπό των χειλέων: Ειρήνη, ειρήνη σ' αυτόν που είναι μακριά και σ' αυτόν που είναι κοντά, λέει ο Κύριος· και θα τον γιατρέψω.
20 Οι ασεβείς, όμως, είναι σαν την ταραγμένη θάλασσα, όταν δεν μπορεί να ησυχάσει· και τα κύματά της ρίχνουν έξω καταπάτημα και πηλό.
21 Ειρήνη δεν υπάρχει στους ασεβείς, λέει ο Θεός μου.