Παροιμίες

1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 18 19 20 21 22 23 24 25 26 27 28 29 30 31


Κεφάλαιο 6

ΓΙΕ μου, αν έγινες εγγυητής για τον φίλο σου, αν έδωσες το χέρι σου σε ξένον,
2 παγιδεύτηκες με τα λόγια τού στόματός σου, πιάστηκες με τα λόγια τού στόματός σου·
3 κάνε, λοιπόν, τούτο, γιε μου, και σώζου, επειδή ήρθες στα χέρια τού φίλου σου· πήγαινε, μη αποκάμεις, και βίαζε τον φίλο σου.
4 Μη δώσεις ύπνο στα μάτια σου ούτε νυσταγμό στα βλέφαρά σου·
5 σώζου, σαν μικρό ζαρκάδι από το χέρι τού κυνηγού, και σαν πουλί από το χέρι τού πτηνοθήρα.
6 Πήγαινε στο μυρμήγκι, ω οκνηρέ· παρατήρησε τους δρόμους του, και γίνε σοφός·
7 αυτό, ενώ δεν έχει άρχοντα, επιστάτη ή κυβερνήτη,
8 ετοιμάζει την τροφή του το καλοκαίρι, μαζεύει τις τροφές του κατά τον θερισμό.
9 Μέχρι πότε θα κοιμάσαι, οκνηρέ; Πότε θα σηκωθείς από τον ύπνο σου;
10 Λίγος ύπνος, λίγος νυσταγμός, λίγο δίπλωμα των χεριών στον ύπνο·
11 έπειτα, η φτώχεια σου έρχεται σαν ταχυδρόμος, και η γύμνια σου σαν οπλισμένος άνδρας.
12 Ο αχρείος άνθρωπος, ο κακότροπος άνθρωπος, περπατάει με διεστραμμένο στόμα·
13 κάνει νεύμα με τα μάτια του, κάνει διακριτικά σημάδια με τα πόδια του, διδάσκει με τα δάχτυλά του·
14 με διεστραμμένη καρδιά μηχανεύεται κακά σε κάθε καιρό· σπέρνει φιλονικίες·
15 γι' αυτό, απροσδόκητα θάρθει επάνω του η απώλειά του· ξαφνικά, αθεράπευτα θα συντριφτεί.
16 Αυτά τα έξι τα μισεί ο Κύριος, τα επτά μάλιστα τα βδελύσσεται η ψυχή του·
17 μάτια υπερήφανα, γλώσσα αναληθή, και χέρια που χύνουν αίμα αθώο,
18 καρδιά που μηχανεύεται κακούς λογισμούς, πόδια που τρέχουν γρήγορα στο να κακοποιούν,
19 ψευδομάρτυρα, που λέει ψέματα, κι εκείνον που βάζει φιλονικίες ανάμεσα σε αδελφούς.
20 Γιε μου, φύλαγε την εντολή τού πατέρα σου, και μη απορρίψεις τον νόμο τής μητέρας σου.
21 Ράψ' τα ολόγυρα, για πάντα, επάνω στην καρδιά σου, δέσ' τα ολόγυρα απ' τον λαιμό σου.
22 Όταν περπατάς, θα σε οδηγεί· όταν κοιμάσαι θα σε φυλάττει· και όταν ξυπνήσεις, θα συνομιλεί μαζί σου.
23 Επειδή, η εντολή είναι λυχνάρι, και ο νόμος φως, και δρόμος ζωής οι έλεγχοι της παιδείας·
24 για να σε φυλάττουν από κακή γυναίκα, από κολακείες γλώσσας ξένης γυναίκας.
25 Μη ορεχθείς το κάλλος της στην καρδιά σου· κι ας μη σε θηρεύσει με τα βλέφαρά της.
26 Επειδή, εξαιτίας μιας πόρνης γυναίκας καταντάει κανείς μέχρι ένα κομμάτι ψωμί, ενώ η μοιχαλίδα γυναίκα θηρεύει την πολύτιμη ψυχή.
27 Μπορεί κανείς να βάλει φωτιά μέσα στον κόρφο του, και τα ρούχα του να μη καούν;
28 Μπορεί κανείς να περπατήσει επάνω σε κάρβουνα φωτιάς, και τα πόδια του να μη κατακαούν;
29 Έτσι κι εκείνος που μπαίνει στη γυναίκα τού διπλανού του· όποιος την αγγίζει, δεν θα αθωωθεί.
30 Τον κλέφτη δεν τον αποστρέφονται, αν κλέβει για να χορτάσει την ψυχή του, όταν πεινάει·
31 αλλ' αν πιαστεί, θα αποδώσει επταπλάσια· θα δώσει όλα τα υπάρχοντα του σπιτιού του.
32 Όποιος, όμως, μοιχεύει με γυναίκα, είναι χωρίς μυαλό· φέρνει απώλεια στην ψυχή του, όποιος το κάνει αυτό.
33 Θα υποφέρει πληγές και ατιμία· και η ντροπή του δεν θα εξαλειφθεί.
34 Επειδή, η ζηλοτυπία είναι μανία τού άνδρα, και δεν θα δείξει έλεος κατά την ημέρα τής εκδίκησης.
35 Δεν θα δεχθεί κανένα λύτρο· ούτε θα εξιλεωθεί, ακόμα και αν πολλαπλασιάσεις τα δώρα.