Εσθήρ

1 2 3 4 5 6 7 8 9 10


Κεφάλαιο 4

ΚΑΙ όταν ο Μαροδοχαίος έμαθε όλα τα συμβάντα, διέσχισε τα ιμάτιά του, και ντύθηκε σάκο με στάχτη, και βγήκε στο μέσον της πόλης, και βοούσε με μεγάλη και πικρή φωνή·
2 και ήρθε μέχρι μπροστά στη βασιλική πύλη· επειδή, κανένας δεν μπορούσε να μπει στη βασιλική πύλη ντυμένος με σάκο. (
3 Και σε κάθε επαρχία, όπου έφτασε η προσταγή τού βασιλιά και το διάταγμά του, ήταν μεγάλο πένθος ανάμεσα στους Ιουδαίους, και νηστεία, και θρήνος, και ολολυγμός· πολλοί κείτονταν με σάκο και στάχτη).
4 Και μπήκαν οι υπηρέτριες της Εσθήρ και οι ευνούχοι της, και της το ανήγγειλαν. Και η βασίλισσα ταράχτηκε υπερβολικά· και έστειλε ιμάτια για να ντύσουν τον Μαροδοχαίο, και να βγάλουν από επάνω του τον σάκο του· και δεν δέχθηκε.
5 Τότε, η Εσθήρ κάλεσε τον Αθάχ, έναν από τους ευνούχους τού βασιλιά, που είχε διορίσει στην υπηρεσία της, και τον πρόσταξε για τον Μαροδοχαίο, για να μάθει τι ήταν αυτό, και γιατί γινόταν αυτό.
6 Και ο Αθάχ βγήκε προς τον Μαροδοχαίο στην πλατεία της πόλης, που ήταν απέναντι από τη βασιλική πύλη.
7 Και ο Μαροδοχαίος τού φανέρωσε όλο το γεγονός, και το ποσόν από το ασήμι που ο Αμάν υποσχέθηκε να μετρήσει στα θησαυροφυλάκια του βασιλιά για τους Ιουδαίους, για να τους αφανίσει.
8 Και του έδωσε αντίγραφο της επιστολής τής διαταγής, που εκδόθηκε στα Σούσα, για να τους αφανίσουν, για να το δείξει στην Εσθήρ, και να της αναγγείλει, και να της παραγγείλει να μπει στον βασιλιά, να τον παρακαλέσει, και να κάνει αίτηση σ' αυτόν για τον λαό της.
9 Και ο Αθάχ ήρθε και ανήγγειλε στην Εσθήρ τα λόγια τού Μαροδοχαίου.
10 Και η Εσθήρ μίλησε στον Αθάχ, και του έδωσε προσταγή για τον Μαροδοχαίο:
11 Όλοι οι δούλοι τού βασιλιά, και ο λαός των επαρχιών τού βασιλιά, ξέρουν ότι οποιοσδήποτε, άνδρας ή γυναίκα, μπει μέσα στον βασιλιά, στην ενδότερη αυλή, απρόσκλητος, ένας νόμος του υπάρχει: Να θανατώνεται, εκτός εκείνου στον οποίον ο βασιλιάς απλώσει το χρυσό σκήπτρο για να ζήσει· αλλ' εγώ δεν προσκλήθηκα να μπω μέσα στον βασιλιά, 30 ημέρες τώρα.
12 Και ανήγγειλαν στον Μαροδοχαίο τα λόγια τής Εσθήρ.
13 Τότε, ο Μαροδοχαίος παρήγγειλε να αποκριθούν στην Εσθήρ: Μη στοχάζεσαι μέσα σου ότι εσύ, από όλους τούς Ιουδαίους, θα σωθείς στον οίκο τού βασιλιά·
14 επειδή, αν ολοκληρωτικά σιωπήσεις σ' αυτό τον καιρό, από αλλού θάρθει αναψυχή και σωτηρία στους Ιουδαίους, εσύ όμως και η οικογένεια του πατέρα σου θα απολεστείτε· και ποιος ξέρει αν εσύ ήρθες στη βασιλεία για έναν τέτοιον καιρό, που είναι τούτος.
15 Τότε η Εσθήρ πρόσταξε να αποκριθούν στον Μαροδοχαίο:
16 Πήγαινε, συγκέντρωσε όλους τους Ιουδαίους, που βρίσκονται στα Σούσα, και νηστέψτε για μένα, και μη φάτε και μη πιείτε τρεις ημέρες, νύχτα και ημέρα· κι εγώ και οι υπηρέτριές μου θα νηστέψουμε το ίδιο· και έτσι θα μπω μέσα στον βασιλιά, που δεν γίνεται σύμφωνα με τον νόμο· και αν χαθώ, ας χαθώ.
17 Και φεύγοντας ο Μαροδοχαίος έκανε σύμφωνα με όλα όσα τον πρόσταξε η Εσθήρ.