2 Βασιλέων

1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 18 19 20 21 22 23 24 25


Κεφάλαιο 4

ΚΑΙ κάποια από τις γυναίκες των γιων των προφητών βοούσε στον Ελισσαιέ, λέγοντας: Ο δούλος σου ο άνδρας μου πέθανε· κι εσύ γνωρίζεις ότι ο δούλος σου φοβόταν τον Κύριο· και ο δανειστής ήρθε να πάρει στον εαυτό του για δούλους τούς δύο γιους μου.
2 Και ο Ελισσαιέ τής είπε: Τι να σου κάνω; Φανέρωσέ μου τι έχεις στο σπίτι σου; Κι εκείνη είπε: Η δούλη σου δεν έχει στο σπίτι, παρά ένα δοχείο λάδι.
3 Και είπε: Πήγαινε, δανείσου απέξω δοχεία, από όλους τους γειτόνους σου, δοχεία αδειανά· δανείσου όχι λίγα·
4 μπες έπειτα μέσα, και κλείσε την πόρτα πίσω σου, και πίσω από τους γιους σου, και χύσε από το λάδι σε όλα εκείνα τα σκεύη, κι εκείνα που γεμίζουν βάζε τα κατά μέρος.
5 Αναχώρησε, λοιπόν, απ' αυτόν, και έκλεισε την πόρτα πίσω της, και πίσω από τους γιους της· κι εκείνοι πλησίαζαν σ' αυτήν τα δοχεία, κι αυτή έχυνε μέσα το λάδι.
6 Και αφού γέμισαν τα δοχεία, είπε στον γιο της: Φέρε μου και άλλο δοχείο. Κι εκείνος τής είπε: Δεν υπάρχει άλλο δοχείο. Και το λάδι σταμάτησε.
7 Τότε, ήρθε, και ανήγγειλε στον άνθρωπο του Θεού. Κι εκείνος είπε: Πήγαινε, πούλησε το λάδι, και πλήρωσε το χρέος σου, και με το υπόλοιπο ζήσε, εσύ και τα παιδιά σου.
8 Και κάποια ημέρα ο Ελισσαιέ διάβαινε προς τη Σουνάμ, όπου ήταν κάποια μεγάλη γυναίκα, και τον κράτησε για να φάει ψωμί. Και όσες φορές διάβαινε, στρεφόταν εκεί για να φάει ψωμί.
9 Και η γυναίκα είπε στον άνδρα της: Δες, τώρα, γνωρίζω ότι αυτός ο άνθρωπος του Θεού είναι άγιος, αυτός που πάντοτε διαβαίνει προς εμάς·
10 ας κάνουμε, παρακαλώ, ένα μικρό υπερώο επάνω στον τοίχο· κι ας βάλουμε εκεί ένα κρεβάτι, κι ένα τραπέζι, κι ένα κάθισμα, κι ένα λυχνάρι, για να στρέφεται εκεί, όταν έρχεται σε μας.
11 Και κάποια ημέρα ήρθε εκεί, και στράφηκε στο υπερώο, και κοιμήθηκε εκεί.
12 Και είπε στον Γιεζεί τον υπηρέτη του: Κάλεσε αυτή τη Σουναμίτισσα. Και όταν την κάλεσε, στάθηκε μπροστά του.
13 Και του είπε: Πες της τώρα: Δες, εσύ πήρες επάνω σου όλες αυτές τις φροντίδες για μας· τι να σου κάνω; Έχεις να πεις τίποτε στον βασιλιά ή στον αρχιστράτηγο; Κι εκείνη αποκρίθηκε: Εγώ κατοικώ ανάμεσα στον λαό μου.
14 Και είπε: Τι να της κάνω, λοιπόν; Και ο Γιεζεί απάντησε: Πραγματικά, αυτή δεν έχει παιδί, και ο άνδρας της είναι γέροντας.
15 Και είπε: Κάλεσέ την. Και όταν την κάλεσε, στάθηκε στην πόρτα.
16 Και είπε: Τον ερχόμενο χρόνο, κατά την εποχή αυτή, θα έχεις έναν γιο στην αγκαλιά σου. Κι εκείνη είπε: Μη, κύριέ μου, άνθρωπε του Θεού, μη πεις ψέματα στη δούλη σου.
17 Και η γυναίκα συνέλαβε, και γέννησε γιο τον ερχόμενο χρόνο, κατά την εποχή που της είχε πει ο Ελισσαιέ.
18 Και όταν το παιδί μεγάλωσε, βγήκε κάποια ημέρα στον πατέρα του, στους θεριστές.
19 Και είπε στον πατέρα του: Το κεφάλι μου, το κεφάλι μου! Κι εκείνος είπε στον δούλο: Πάρ' το στη μητέρα του.
20 Και καθώς το πήρε, το έφερε στη μητέρα του, και το κάθισε επάνω στα γόνατά της μέχρι το μεσημέρι, και πέθανε.
21 Και ανέβηκε, και το πλάγιασε επάνω στο κρεβάτι τού ανθρώπου του Θεού, και έκλεισε από πάνω του την πόρτα, και βγήκε.
22 Και κάλεσε τον άνδρα της, λέγοντας: Στείλε μου, παρακαλώ, έναν από τους δούλους, και ένα γαϊδούρι, για να τρέξω στον άνθρωπο του Θεού, και να γυρίσω.
23 Κι εκείνος είπε: Γιατί πηγαίνεις σήμερα σ' αυτόν; Δεν είναι νεομηνία ούτε σάββατο. Κι εκείνη είπε: Ειρήνη.
24 Τότε έστρωσε το γαϊδούρι, και είπε στον δούλο της: Τράβα, και προχώρα· μη μου σταματήσεις την πορεία, εκτός αν σε προστάξω.
25 Και πήγε, και ήρθε στον άνθρωπο του Θεού, στο βουνό τον Κάρμηλο. Και καθώς ο άνθρωπος του Θεού την είδε από μακριά, είπε στον Γιεζεί, τον υπηρέτη του: Δες, η Σουναμίτισσα εκείνη!
26 Τώρα, λοιπόν, τρέξε σε συνάντησή της· και πες της: Είσαι καλά; Είναι καλά ο άνδρας σου; Είναι καλά το παιδί; Κι εκείνη είπε: Καλά.
27 Και όταν ήρθε στον άνθρωπο του Θεού στο βουνό, έπιασε τα πόδια του· και ο Γιεζεί πλησίασε να την αποσύρει. Ο άνθρωπος του Θεού, όμως, είπε: Άφησέ την· επειδή, η ψυχή της είναι μέσα της κατάπικρη· και ο Κύριος μου το έκρυψε, και δεν μου το φανέρωσε.
28 Κι εκείνη είπε: Μήπως ζήτησα γιο από τον κύριό μου; Δεν είπα: Μη με απατάς;
29 Τότε, είπε στον Γιεζεί: Ζώσε την οσφύ σου, και πάρε τη βακτηρία μου στο χέρι σου, και πήγαινε· αν συναντήσεις άνθρωπο, μη τον χαιρετήσεις· και αν κάποιος σε χαιρετήσει, μη του απαντήσεις· και βάλε τη βακτηρία μου επάνω στο πρόσωπο του παιδιού.
30 Και η μητέρα του παιδιού είπε: Ζει ο Κύριος, και ζει η ψυχή σου, δεν θα σε αφήσω. Και σηκώθηκε, και την ακολούθησε.
31 Και ο Γιεζεί πέρασε μπροστά τους, και έβαλε τη βακτηρία επάνω στο πρόσωπο του παιδιού· όμως, καμιά φωνή, και καμιά ακρόαση. Γι' αυτό, επέστρεψε σε συνάντησή του, και του ανήγγειλε, λέγοντας: Το παιδί δεν ξύπνησε.
32 Και όταν ο Ελισσαιέ μπήκε μέσα στο σπίτι, να, το παιδί ήταν νεκρό, πλαγιασμένο επάνω στο κρεβάτι του.
33 Μπήκε, λοιπόν, μέσα και έκλεισε την πόρτα πίσω απ' αυτούς τους δύο, και προσευχήθηκε στον Κύριο.
34 Και ανέβηκε, και πλάγιασε επάνω στο παιδί, και έβαλε το στόμα του επάνω στο στόμα εκείνου, και τα μάτια του επάνω στα μάτια εκείνου, και τα χέρια του επάνω στα χέρια εκείνου· και ξάπλωσε επάνω σ' αυτό και θερμάνθηκε η σάρκα τού παιδιού.
35 Έπειτα σύρθηκε, και περπατούσε στο οίκημα, πότε εδώ και πότε εκεί· και ανέβηκε πάλι, και ξάπλωσε επάνω του· και το παιδί φτερνίστηκε μέχρι επτά φορές, και το παιδί άνοιξε τα μάτια του.
36 Και φώναξε τον Γιεζεί, και είπε: Κάλεσε αυτή τη Σουναμίτισσα. Και την κάλεσε· και όταν μπήκε μέσα σ' αυτόν, είπε: Πάρε τον γιο σου.
37 Και εκείνη μπήκε μέσα, και έπεσε στα πόδια του, και προσκύνησε μέχρι το έδαφος, και σήκωσε τον γιο της, και βγήκε έξω.
38 Και ο Ελισσαιέ γύρισε στα Γάλγαλα· και ήταν πείνα στη γη· και οι γιοι των προφητών κάθονταν μπροστά του· και είπε στον υπηρέτη του: Στήσε το μεγάλο καζάνι, και ψήσε μαγείρεμα για τους γιους των προφητών.
39 Και καθώς κάποιος βγήκε στο χωράφι για να μαζέψει χόρτα, βρήκε μια αγριοκολοκυθιά, και μάζεψε απ' αυτή άγρια κολοκύθια μέχρις ότου γέμισε το ιμάτιό του, και, γυρίζοντας, τα έκοψε στο καζάνι τού μαγειρέματος, επειδή δεν τα γνώριζαν.
40 Έπειτα, κένωσαν στους ανθρώπους για να φάνε· και καθώς έφαγαν από το μαγείρεμα, αναφώνησαν, και είπαν: Άνθρωπε του Θεού, μέσα στο καζάνι είναι θάνατος. Και δεν μπορούσαν να φάνε.
41 Κι εκείνος είπε: Φέρτε αλεύρι. Και το έρριξε στο καζάνι. Έπειτα, είπε: Κένωσε στον λαό, για να φάνε. Και δεν υπήρχε πλέον τίποτε κακό μέσα στο καζάνι.
42 Και ένας άνθρωπος από τη Βάαλ-σαλισά ήρθε, και έφερε ψωμί στον άνθρωπο του Θεού από τα πρωτογεννήματα, 20 κρίθινα ψωμιά, και νωπά στάχυα σιταριού, μέσα στον σάκο του. Και είπε: Δώσε στον λαό, για να φάνε.
43 Και ο υπηρέτης του είπε: Τι είναι αυτό για να το βάλω μπροστά σε 100 ανθρώπους; Κι εκείνος είπε: Δώσε στον λαό, για να φάνε· επειδή, έτσι λέει ο Κύριος· θα φάνε και θα αφήσουν υπόλοιπο.
44 Τότε, έβαλε μπροστά τους, και έφαγαν, και άφησαν υπόλοιπο, σύμφωνα με τον λόγο τού Κυρίου.