Κριτές

1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 18 19 20 21


Κεφάλαιο 5

Και έψαλαν την ημέρα εκείνη η Δεβόρρα και ο Βαράκ, ο γιος του Αβινεέμ, λέγοντας:
2 Επειδή, στον Ισραήλ προπορεύθηκαν αρχηγοί, επειδή ο λαός πρόσφερε τον εαυτό του εκούσια, ευλογείτε τον Κύριο.
3 Ακούστε, βασιλιάδες· δώστε ακρόαση, σατράπες. Εγώ, στον Κύριο εγώ θα ψάλλω· στον Κύριο τον Θεό τού Ισραήλ θα ψαλμωδώ.
4 Κύριε, όταν βγήκες από τη Σηείρ, όταν κίνησες από την πεδιάδα τού Εδώμ, η γη σείστηκε, και οι ουρανοί στάλαξαν, ακόμα και οι νεφέλες στάλαξαν νερό.
5 Τα βουνά έλιωσαν από την παρουσία τού Κυρίου· αυτό το ίδιο το Σινά, από την παρουσία τού Κυρίου τού Θεού τού Ισραήλ.
6 Στις ημέρες τού Σαμεγάρ, γιου τού Ανάθ, στις ημέρες τής Ιαήλ, εγκαταλείφθηκαν οι δρόμοι, και οι διαβάτες περπατούσαν πλάγιους δρόμους.
7 Έλειψαν ολοκληρωτικά οι ηγεμόνες στον Ισραήλ, έλειψαν ολοκληρωτικά, μέχρις ότου εγώ, η Δεβόρρα, σηκώθηκα ως μητέρα στον Ισραήλ.
8 Διάλεξαν νέους θεούς· τότε, φάνηκε πόλεμος στις πύλες· φάνηκε άραγε ασπίδα ή λόγχη ανάμεσα σε 40.000 χιλιάδες μέσα στον Ισραήλ;
9 Η καρδιά μου είναι προς τους αρχηγούς τού Ισραήλ, όσοι ανάμεσα στον λαό πρόσφεραν τον εαυτό τους εκούσια. Ευλογείτε τον Κύριο.
10 Όσοι ιππεύετε σε άσπρα γαϊδούρια, όσοι κάθεστε για να κρίνετε, όσοι περπατάτε στους δρόμους, υμνολογείτε·
11 αφού ελευθερωθούν από τον κρότο των τοξοτών, στους τόπους όπου αντλούν νερό, εκεί θα διηγούνται τις δικαιοσύνες τού Κυρίου, τις δικαιοσύνες των ηγεμόνων του ανάμεσα στον Ισραήλ. Ο λαός τού Κυρίου κατέβηκε, τότε, στις πύλες.
12 Σήκω, σήκω, Δεβόρρα· σήκω, σήκω, πρόφερε τραγούδι· Σήκω, Βαράκ, και αιχμαλώτισε τους αιχμαλώτους σου, γιε τού Αβινεέμ.
13 Τότε, κατέβηκε το εγκαταλειμμένο μέρος τού λαού ενάντια στους ισχυρούς· Ο Κύριος κατέβηκε μαζί μου ενάντια στους δυνατούς.
14 Από τον Εφραϊμ, που κατοικούν το βουνό τού Αμαλήκ, κατέβηκαν πίσω από σένα, Βενιαμίν, ανάμεσα στους λαούς σου. Από τον Μαχείρ κατέβηκαν οι αρχηγοί, και από τον Ζαβουλών εκείνοι που κρατούν ραβδί γραμματέα.
15 Και οι άρχοντες του Ισσάχαρ μαζί με τη Δεβόρρα, ο Ισσάχαρ, ακόμα και ο Βαράκ· πίσω απ' αυτόν έτρεξαν στην κοιλάδα. Στις διαιρέσεις τού Ρουβήν σηκώθηκαν μεγάλοι στοχασμοί καρδιάς.
16 Γιατί κάθησες ανάμεσα στις μάντρες για να ακούς τα βελάσματα των κοπαδιών; Στις διαιρέσεις τού Ρουβήν σηκώθηκαν μεγάλες συζητήσεις καρδιάς.
17 Ο Γαλαάδ πέρα από τον Ιορδάνη ησύχαζε· και ο Δαν γιατί έμενε στα πλοία; Ο Ασήρ καθόταν στα παράλια, και ησύχαζε στα λιμάνια του.
18 Ο Ζαβουλών είναι λαός που προσφέρει τη ζωή του σε θάνατο, και ο Νεφθαλί, επάνω στα ύψη τής πεδιάδας.
19 Ήρθαν οι βασιλιάδες, πολέμησαν· τότε πολέμησαν οι βασιλιάδες τής Χαναάν στη Θαανάχ, κοντά στα νερά τού Μεγιδδώ· λάφυρο από ασήμι δεν πήραν.
20 Από τον ουρανό πολέμησαν, τα άστρα από την πορεία τους πολέμησαν ενάντια στον Σισάρα.
21 Ο ποταμός Κισών τούς παρέσυρε προς τα κάτω, ο παλιός ποταμός, ο ποταμός Κισών. Ψυχή μου, καταπάτησες δύναμη.
22 Τότε, τα νύχια των αλόγων συντρίφτηκαν από τον ορμητικό δρόμο, τον ορμητικό δρόμο των ισχυρών, που ήσαν επάνω τους.
23 Να καταριέστε τη Μηρώζ, είπε ο άγγελος του Κυρίου, να καταριέστε με κατάρα τους κατοίκους της, επειδή δεν ήρθαν σε βοήθεια του Κυρίου, σε βοήθεια του Κυρίου ενάντια στους δυνατούς.
24 Από τις γυναίκες περισσότερο ευλογημένη ας είναι η Ιαήλ, η γυναίκα τού Έβερ τού Κεναίου· παραπάνω από τις γυναίκες μέσα σε σκηνές, ας είναι ευλογημένη.
25 Νερό ζήτησε, γάλα έδωσε· βούτυρο πρόσφερε σε μεγαλοπρεπή κρατήρα.
26 Άπλωσε το αριστερό της χέρι στον πάσσαλο, και το δεξί της στο σφυρί των εργατών· και αφού σφυροκόπησε τον Σισάρα, του έσχισε το κεφάλι, και το σύντριψε και διαπέρασε τα μηνίγγια του.
27 Ανάμεσα στα πόδια της συγκάμφθηκε, έπεσε, βρισκόταν ξαπλωμένος· ανάμεσα στα πόδια της συγκάμφθηκε, έπεσε· στον τόπο που συγκάμφθηκε, εκεί και έπεσε νεκρός.
28 Η μητέρα τού Σισάρα έσκυβε από το παράθυρο, και βοούσε μέσα από το διχτυωτό: Γιατί καθυστερεί η άμαξά του, γιατί καθυστέρησαν οι τροχοί των αμαξών του;
29 Οι σοφές κυρίες της απαντούσαν σ' αυτή· αυτή, μάλιστα, έδινε την απάντηση στον εαυτό της:
30 Δεν πέτυχαν; Δεν μοίρασαν τα λάφυρα; Μία ή δύο νέες σε κάθε άνδρα, στον Σισάρα ποικιλόχρωμα λάφυρα, Λάφυρα ποικιλόχρωμα κεντημένα, ποικιλόχρωμα κεντημένα και από τα δύο μέρη, περιλαίμια αυτών που λαφυραγώγησαν;
31 Έτσι να απολεστούν, Κύριε, όλοι οι εχθροί σου! Εκείνοι, όμως, που τον αγαπούν ας είναι σαν τον ήλιο που ανατέλλει μέσα στη δόξα του. Και η γη αναπαύθηκε 40 χρόνια.