Γένεση

1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 18 19 20 21 22 23 24 25 26 27 28 29 30 31 32 33 34 35 36 37 38 39 40 41 42 43 44 45 46 47 48 49 50


Κεφάλαιο 44

ΚΑΙ πρόσταξε τον επιστάτη τού σπιτιού του, λέγοντας: Γέμισε τα σακιά των ανθρώπων με τροφές, όσες μπορούν να σηκώσουν, και βάλε το ασήμι τού καθενός στο στόμιο του σακιού του·
2 και βάλε το ποτήρι μου, το ποτήρι το ασημένιο, στο στόμιο του σακιού τού νεότερου, και το ασήμι τού σιταριού του. Και έκανε σύμφωνα με τον λόγο που είπε ο Ιωσήφ.
3 Το πρωί, καθώς έφεξε, οι άνθρωποι στάλθηκαν, αυτοί και τα γαϊδούρια τους.
4 Και αφού βγήκαν από την πόλη, πριν απομακρυνθούν πολύ, ο Ιωσήφ είπε στον επιστάτη τού σπιτιού του: Αφού σηκωθείς, τρέξε καταπίσω από τους ανθρώπους· και μόλις τους προφτάσεις, πες τους: Γιατί ανταποδώσατε κακό αντί καλού;
5 Δεν είναι αυτό το ποτήρι, στο οποίο ο κύριός μου πίνει, και μέσω του οποίου αληθινά μαντεύει; Πράξατε άσχημα κάνοντας αυτό.
6 Και καθώς τους πρόφτασε, τους είπε τα λόγια αυτά.
7 Κι εκείνοι τού είπαν: Γιατί ο κύριός μας μιλάει με τα λόγια αυτά; Μη γένοιτο, οι δούλοι σου να πράξουν ένα τέτοιο πράγμα!
8 Δες, το ασήμι, το οποίο βρήκαμε στο στόμιο των σακιών μας, σου το επιστρέψαμε από τη γη Χαναάν, και πώς θα κλέβαμε από το σπίτι τού κυρίου σου ασήμι ή χρυσάφι;
9 Σε όποιον από τους δούλους σου βρεθεί, ας πεθάνει, κι εμείς ακόμα θα γίνουμε δούλοι τού κυρίου μας.
10 Κι εκείνος είπε: Και τώρα ας γίνει όπως λέτε· σε όποιον βρεθεί θα γίνει δούλος μου, κι εσείς θα είστε αθώοι.
11 Και σπεύδοντας, κατέβασαν κάθε ένας το σακί του στη γη, και άνοιξε κάθε ένας το σακί του.
12 Και ερεύνησαν, αρχίζοντας από τον μεγαλύτερο, και τελειώνοντας στον νεότερο· και βρέθηκε το ποτήρι στο σακί τού Βενιαμίν.
13 Τότε, έσχισαν τα ενδύματά τους, και φορτώνοντας ο καθένας το γαϊδούρι του, επέστρεψαν στην πόλη.
14 ΚΑΙ μπήκε μέσα ο Ιούδας και οι αδελφοί του στο σπίτι τού Ιωσήφ, ενώ αυτός ήταν ακόμα εκεί· και έπεσαν μπροστά του στη γη.
15 Και ο Ιωσήφ τούς είπε: Τι είναι αυτό το πράγμα, που πράξατε; Δεν ξέρετε ότι ένας άνθρωπος όπως εγώ, μαντεύει αληθινά;
16 Και ο Ιούδας είπε: Τι να πούμε στον κύριό μου; Τι να μιλήσουμε; Ή, πώς να δικαιωθούμε; Ο Θεός βρήκε την αδικία των δούλων σου. Να, είμαστε δούλοι τού κυρίου μου, κι εμείς, κι εκείνος στον οποίο βρέθηκε το ποτήρι.
17 Κι εκείνος είπε: Μη γένοιτο σε μένα να το πράξω αυτό· ο άνθρωπος στον οποίο βρέθηκε το ποτήρι, αυτός θα είναι δούλος σε μένα· εσείς να ανεβείτε με ειρήνη στον πατέρα σας.
18 Και ο Ιούδας τον πλησίασε, και είπε: Παρακαλώ, κύριέ μου· ας μιλήσει, παρακαλώ, ο δούλος σου έναν λόγο στ' αυτιά τού κυρίου μου και ας μη εξαφθεί ο θυμός σου ενάντια στον δούλο σου· επειδή, εσύ είσαι όπως ο Φαραώ.
19 Ο κύριός μου ρώτησε τους δούλους του, λέγοντας: Έχετε πατέρα ή αδελφό;
20 Και είπαμε στον κύριό μου: Έχουμε πατέρα γέροντα, και παιδί των γηρατειών του, μικρό, και ο αδελφός του πέθανε· κι αυτός έμεινε μόνος από τη μητέρα του, και ο πατέρας του τον αγαπάει.
21 Και είπες στους δούλους σου: Φέρτε τον σε μένα να τον δω με τα ίδια μου τα μάτια.
22 Και είπαμε στον κύριό μου: Το παιδί δεν μπορεί να αφήσει τον πατέρα του· επειδή, αν αφήσει τον πατέρα του, αυτός θα πεθάνει.
23 Κι εσύ είπες στους δούλους σου: Αν δεν κατέβει ο αδελφός σας ο νεότερος μαζί σας, δεν θα δείτε πλέον το πρόσωπό μου·
24 Και όταν ανεβήκαμε στον δούλο σου τον πατέρα μου, του αναγγείλαμε τα λόγια τού κυρίου μου.
25 Και ο πατέρας μας είπε: Πηγαίνετε πάλι, αγοράστε σε μας λίγες τροφές.
26 Και είπαμε: Δεν μπορούμε να κατέβουμε· αν ο αδελφός μας ο νεότερος είναι μαζί μας, τότε θα κατέβουμε· επειδή, δεν μπορούμε να δούμε το πρόσωπο του ανθρώπου, αν ο νεότερος αδελφός μας δεν είναι μαζί μας.
27 Και ο δούλος σου ο πατέρας μου είπε σε μας: Εσείς ξέρετε ότι δύο γιους γέννησε σε μένα η γυναίκα μου·
28 και ο ένας βγήκε από κοντά μου, και είπα: Σίγουρα κατασπαράχθηκε από θηρίο· και δεν τον είδα μέχρι τώρα·
29 και αν πάρετε και τούτον από μπροστά μου και συμβεί σ' αυτόν συμφορά, θα κατεβάσετε την πολιά μου στον τάφο με λύπη.
30 Τώρα, λοιπόν, όταν πάω στον δούλο σου τον πατέρα μου, και το παιδί δεν είναι μαζί μας, (επειδή, η ψυχή του κρέμεται από την ψυχή εκείνου),
31 καθώς θα δει ότι το παιδί δεν είναι, θα πεθάνει· και οι δούλοι σου θα κατεβάσουν την πολιά τού δούλου σου του πατέρα μας στον τάφο με λύπη.
32 Επειδή, ο δούλος σου εγγυήθηκε στον πατέρα μου για το παιδί, λέγοντας: Αν δεν τον φέρω σε σένα, τότε θα είμαι υπεύθυνος στον πατέρα μου παντοτινά.
33 Τώρα, λοιπόν, σε παρακαλώ, ας μείνει ο δούλος σου αντί του παιδιού δούλος στον κύριό μου, και το παιδί ας ανέβει μαζί με τους αδελφούς του·
34 επειδή, πώς να ανέβω στον πατέρα μου, αν το παιδί δεν είναι μαζί μου; Όχι, για να μη δω το κακό, που θα βρει τον πατέρα μου.